καπακωτός

καπακωτός
-ή, -ό [καπάκι]
ο σκεπασμένος με καπάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπακωτός — ή, ό σκεπασμένος με το καπάκι του, καπακωμένος: Το δοχείο αυτό είναι καπακωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”